Σήμερα υπάρχουν γνώσεις για τις φυσιολογικές λειτουργίες του ψευδαργύρου πάνω σε περισσότερες από 3000 πρωτεΐνες.
Πρόσφατα έχουν αναγνωριστεί θεμελιώδεις ρυθμιστικές λειτουργίες των ιόντων του ψευδαργύρου, που απελευθερώνονται από τα κύτταρα ή μέσα στα κύτταρα και συνδέουν τον ψευδάργυρο με την εκδήλωση πολυάριθμων νόσων.
|
Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος, Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Φλάμπουρο Λουτρακίου, 20300, Τ. 27440 23768, 6944280764
www.gelis.gr www.pharmagel.gr pharmage@otenet.gr
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ: Συμπληρωματική Ιατρική, Κλινική Φαρμακολογία, Ιατρική Διατροφολογία |
|
Αικατερίνη Γκέλη Ιατρός, Ακτινοδιαγνώστρια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Ιατρική Διατροφολογία, Ακτινοδιαγνωστική και Υπερηχογραφική Διαγνωστική Περιβαλλοντική Ιατρική, Συμπληρωματική Ιατρική Διεύθυνση Ιατρείου: Παπαληγούρα 16, Άσσος Κορινθίας, Τηλ. 2741087758, 6944644820 email:kgkeli@hotmail.com |
Παρά τούτο, η παραπάνω γνώση έχει περιορισμένη αξία για τη διάγνωση, πρόληψη και θεραπεία των νόσων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι δεν υπάρχουν κατάλληλοι βιοχημικοί βιοσηματοδότες, με τους οποίους θα μπορούσαν, μέσω των οποίων θα μπορούσε να ερευνηθεί η πορεία μιας νόσου και η εξέλιξή της [1].
Ο ψευδάργυρος είναι ένα απαραίτητο ιχνοστοιχείο του σώματος που ευθύνεται για πολυάριθμες δομικές, καταλυτικές και βιοχημικές λειτουργίες.
Ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητος για την κατάλληλη λειτουργία ποικίλων ενζύμων και μεταγραφικών παραγόντων. Η ομοιοστασία του ψευδαργύρου ελέγχεται αυστηρά από τους μεταφορείς του ψευδαργύρου (SLC39/ZIP: εισαγωγείς, SLC30/ZnT: εξαγωγείς) [2].
Ο ψευδάργυρος συμμετέχει στις διαδικασίες της αύξησης και ανάπτυξης του σώματος, την υγεία του ανοσοποιητικού συστήματος, τη νευρική λειτουργία και την αναπαραγωγή. Λεπτομερέστερα ο ψευδάργυρος είναι:
- Απαραίτητο στοιχείο για περισσότερα από 300 ένζυμα που συμμετέχουν σύνθεση και μεταβολισμό των υδατανθράκων, λιπιδίων, πρωτεϊνών, πυρηνικών οξέων και άλλων μικροδιατροφικών ουσιών.
- Σταθεροποιεί τα κυτταρικά συστατικά και τις κυτταρικές μεμβράνες και είναι σημαντικός για την ακεραιότητα και δομή των οργάνων του σώματος.
- Είναι απαραίτητος για την κυτταρική διαίρεση, τη φυσιολογική ανάπτυξη και αύξηση του σώματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τη βρεφική, την παιδική ηλικία και την εφηβεία..
- Συμμετέχει στη σύνθεση του DNA και τη διαδικασία της γενετικής έκφρασης.
- Είναι σημαντικός για τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος (κυτταρική και χυμική ανοσία).
- Συμμετέχει στην επούλωση των τραυμάτων και την ανατομική αποκατάσταση των ιστών.
- Είναι απαραίτητος για την γεύση και την όσφρηση.
Σε κυτταρικό επίπεδο διακρίνονται τρεις λειτουργίες του ψευδαργύρου: 1. Καταλυτική, 2. Δομική. 3. Ρυθμιστική [3].
Καταλυτική λειτουργία του ψευδαργύρου
Υπάρχουν γύρω στα 300 διαφορετικά ένζυμα που εξαρτώνται από τον ψευδάργυρο προκειμένου να εκφράσουν την καταλυτική τους δραστηριότητα σε ζωτικές για τον οργανισμό χημικές αντιδράσεις.
Τα ένζυμα των οποίων η λειτουργία εξαρτάται από τον ψευδάργυρο υπάρχουν μεταξύ όλων των γνωστών κατηγοριών ενζύμων. Ένα ένζυμο το οποίο περιέχει ιόντα κάποιου μετάλλου στο πρωτεϊνικό του στοιχείο λέγεται μεταλλοένζυμο [4].
Δομική λειτουργία του ψευδαργύρου
Ο ψευδάργυρος παίζει σημαντικό ρόλο στη δόμηση των πρωτεϊνών και των κυτταρικών μεμβρανών.
Μια πρωτεϊνική κατασκευή που μοιάζει με δάκτυλο του βατράχου Xenopus , γνωστή ως μοτίβο δακτύλου ψευδαργύρου, σταθεροποιεί τη δομή ενός σημαντικού αριθμού πρωτεϊνών. Η πρωτεΐνη δακτύλου ψευδαργύρου 637 (Zfp637) αποδείχτηκε ότι παίζει ρόλο στην πρόληψη του οξειδωτικού και του πρόωρου γήρατος [5].
Οι δομές και η λειτουργία των κυτταρικών μεμβρανών επηρεάζονται επίσης από τον ψευδάργυρο. Η απώλεια του ψευδαργύρου από τις κυτταρικές μεμβράνες αυξάνει την προδιάθεσή τους για οξειδωτική βλάβη και βλάπτει τη λειτουργία τους [6, 7].
Ρυθμιστική λειτουργία του ψευδαργύρου
Οι πρωτεΐνες δακτύλου του ψευδαργύρου έχει βρεθεί ότι ρυθμίζουν την έκφραση των γονιδίων, δρώντας ως μεταγραφικοί παράγοντες (συνδεόμενες προς το DNA και επηρεάζοντας τη μεταγραφή ειδικών γονιδίων).
Ο ψευδάργυρος παίζει επίσης ρόλο στην σηματοδότηση των κυττάρων (cell signaling) και έχει βρεθεί ότι επηρεάζει την έκκριση ορμονών και τη νευρική μετάδοση των νευρικών ώσεων.
Ο ψευδάργυρος συμμετέχει στον προγραμματισμένο θάνατο των κυττάρων (απόπτωση). Η απόπτωση αποτελεί κρίσιμη κυτταρική ρυθμιστική διαδικασία με επιπτώσεις στην αύξηση και την ανάπτυξη του σώματος, καθώς και σε αριθμό χρονίων νόσων [8].
Αλληλεπιδράσεις του ψευδαργύρου με άλλα διατροφικά συστατικά του σώματος
Αλληλεπίδραση χαλκού και ψευδαργύρου
Η ανισορροπία των ιόντων του ψευδαργύρου (Zn2+) και του χαλκού (Cu2+) στο κεντρικό νευρικό σύστημα συμμετέχει στην παθογένεση πολλών νευροεκφυλιστικών διαταραχών, όπως η πολυσυστηματική ατροφία, η αμυοτροφική πλάγια σκλήρυνση, η νόσος των Creutzfeldt-Jakob, η νόσος των Wilson-Konovalov, η νόσος του Alzheimer, και η νόσος του Parkinson.
Η νόσος του Alzheimer και η νόσος του Parkinson είναι οι συχνότερες νευροεκφυλιστικές νόσοι, οι οποίες σχετίζονται με την ηλικία των πασχόντων και στις οποίες παρατηρούνται διαταραχές στην ομοιοστασία του Zn2+ και του Cu2+ .Αυτές οι διαταραχές παίζουν κρίσιμο ρόλο στους μηχανισμούς της παθογένεσης αυτών των νοσημάτων.
Αναλύοντας τα βιβλιογραφικά δεδομένα, φαίνεται ότι οι κύριοι παράγοντες της παθογένεσης της νόσου του Alzheimer και της νόσου του Parkinson (οξειδωτικό στρες, δομικές διαταραχές, και συσσώρευση πρωτεϊνών, δυσλειτουργία των μιτοχονδρίων, έλλειψη ενέργειας) που ξεκινούν με ένα καταρράκτη γεγονότων και καταλήγουν στη δυσλειτουργία του δικτύου των εγκεφαλικών νευρώνων, συμβαίνουν με τη μεσολάβηση της ανισορροπίας του Zn2+ και Cu2+. [9].
Η αυξημένη πρόσληψη ψευδαργύρου προκαλεί τη σύνθεση της πρωτεΐνης μεταλλοθειονεΐνης, στο έντερο, η οποία συμμετέχει σε πολλές διαδικασίες κλειδιά. Ο πιο σημαντικός ρόλος της είναι η ομοιοστασία του ψευδαργύρου, η αποτοξίνωση από τα βαρέα μέταλλα και η προστασία από το οξειδωτικό στρες [10].
Η μεταλλοθειονεΐνη παγιδεύει ιόντα χαλκού στα κύτταρα του εντερικού τοιχώματος και προλαβαίνει την απορρόφηση του. Η λήψη μεγάλων δόσεων ψευδαργύρου (περισσότερο από 50mg/ημερησίως) για μια περίοδο μερικών εβδομάδων μπορεί να επηρεάσει τη βιοδιαθεσιμότητα του χαλκού.
Οι συνήθεις δοσολογίες του ψευδαργύρου δεν επηρεάζουν την απορρόφηση του χαλκού, ενώ η αυξημένη πρόσληψη χαλκού δεν επηρεάζει την απορρόφηση του ψευδαργύρου [11, 12].
Το ανθρώπινο σώμα χρειάζεται μικρές ποσότητες ψευδαργύρου για να παραμείνει υγιές. Επειδή μόνο του το σώμα εξισορροπεί τα ιόντα του ψευδαργύρου και του χαλκού, τα άτομα που προσλαμβάνουν μεγάλες ποσότητες ψευδαργύρου προκαλούν επικίνδυνη ελάττωση των επιπέδων του χαλκού τους. Μια πολύ αυξημένη δόση ψευδαργύρου μπορεί να δράσει και αυτή τοξικά.
Η χρόνια λήψη ψευδαργύρου ή χρόνια δηλητηρίαση με ψευδάργυρο μπορεί να προκαλέσει έλλειψη χαλκού, που συνοδεύεται από αναιμία και ουδετεροπενία, νευρολογικές διαταραχές, όπως η μυελοπάθεια (εμφανίζεται με σπαστικό βάδισμα και εμφανή αισθητική αταξία), περιφερική νευροπάθεια και οπτική νευροπάθεια [13].
Χρόνια δηλητηρίαση από ψευδάργυρο με εκδήλωση συμπτωμάτων έλλειψης χαλκού μπορεί να προκληθεί από τη χρόνια χρήση στερεωτικών ουσιών των οδοντοστοιχιών, οι οποίες μπορεί να περιέχουν ψευδάργυρο, π.χ. Fixodent [14,15].
Η λήψη μέτρια υψηλής δόσης ψευδαργύρου (811 micromol/ημερησίως; 53 mg/ημερησίως) δεν προκαλεί αλλαγές στο μεταβολισμό του χαλκού, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν δυσάρεστες αλλαγές του ματαβολισμού των μετάλλων των οστών.
Παρά τούτο, η περιορισμένη διατροφική πρόσληψη ψευδαργύρου (45.9 micromol/ημερησίως ή 3 mg/ημερησίως) προκαλεί εμφανείς ανεπιθύμητες αλλαγές στα επίπεδα της κυκλοφορούσης καλσιτονίνης και οστεοκαλσίνης [16].
Αλληλεπίδραση σιδήρου και ψευδαργύρου
Ο ψευδάργυρος (Zn), χαλκός (Cu) και ο σίδηρος (Fe) είναι απαραίτητα ιχνοστοιχεία για τη διατήρηση της δομής, της λειτουργίας και του πολλαπλασιασμού των κυττάρων. Αυτά τα μέταλλα, αν χορηγηθούν σε υπερβολικές ποσότητες, ιδίως σε άτομα με ορισμένες γενετικές διαταραχές , μπορεί να δράσουν τοξικά.
Η ομοιοστασία αυτών των στοιχείων προκύπτει από μια έντονα συντονισμένη ρύθμιση, για την οποία ευθύνονται διάφορες πρωτεΐνες, που συμμετέχουν στην απορρόφηση, απέκκριση, την ενδοκυτταρική αποθήκευσή και βιοδιαθεσιμότητα τους [17].
Η απορρόφηση του ψευδαργύρου μπορεί να παρεμποδιστεί με τη συμπληρωματική χορήγηση 38-65 mg/ημερησίως ιχνοστοιχειακού σιδήρου [18].
Οι ποσότητες σιδήρου που προσλαμβάνονται με το καθημερινό διαιτολόγιο δεν ελαττώνουν την απορρόφηση του σιδήρου [19].
Ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητος για τη φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου και για την παραγωγή γάλακτος από τη μητέρα, κατά τη διάρκεια της γαλουχίας. Οι ανάγκες σύνθεσης γάλακτος κατά τη διάρκεια της γαλουχίας απαιτούν τουλάχιστον το διπλασιασμό των ποσοτήτων του απορροφόμενου ψευδαργύρου από την μητέρα [20].
Η συμπληρωματική χορήγηση σιδήρου ψευδαργύρου υπήρξε αποτελεσματική στο να ανεβάσει της αιμοσφαιρίνη [Hb] και τη φερριτίνη του ορού μεταξύ γυναικών που είχαν χαμηλά επίπεδα σιδήρου στην έναρξη της εγκυμοσύνης, αλλά όχι σε γυναίκες με επάρκεια σιδήρου [21] .
Αλληλεπίδραση ασβεστίου και ψευδαργύρου
Η πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων ασβεστίου με το διαιτολόγιο διαταράσσει την απορρόφηση του ψευδαργύρου στα ζώα. Για τους ανθρώπους υπάρχουν αβέβαια αποτελέσματα. Σε μια μελέτη επί μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών οι υψηλές προσλαμβανόμενες ποσότητες ασβεστίου περιόρισαν την ισορροπία και το καθαρό ποσό του απορροφηθέντος ψευδαργύρου, αυξάνοντας έτσι τις ανάγκες σε ψευδάργυρο [22].
Σε μια άλλη μελέτη επί γυναικών εφήβων, στην οποία χορηγήθηκαν 1500mg/ημερησίως, σύμφωνα με τις οδηγίες του National Institutes of Health δεν παρατηρήθηκαν διαταραχές του ψευδαργύρου [23].
Πρόσφατες έρευνες που έγιναν σε ινοβλάστες ποντικών έδειξαν ότι η έλλειψη ψευδαργύρου παρεμποδίζουν την είσοδο του ασβεστίου στα κύτταρα, μια διαδικασία απαραίτητη για πολλές κυτταρικές λειτουργίες, όπως ο πολλαπλασιασμός, η ωρίμανση, η συστολή και η ανοσία.
Η παρεμπόδιση της εισόδου των ιόντων ασβεστίου στο κύτταρο και η επακόλουθη αδυναμία του κυττάρου να πολλαπλασιαστεί θα μπορούσε να εξηγήσει την αδυναμία αύξησης του σώματος, που σχετίζεται με την έλλειψη του ψευδαργύρου.
Η ελλιπής πρόσληψη ασβεστίου σχετίζεται με διαταραχές της νευρομεταβίβασης, παθολογικές βλάβες του περιφερικού νευρικού συστήματος, ανεπάρκεια της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων και την αιμορραγική διάθεση που παρατηρείται στην έλλειψη του ψευδαργύρου.
Υπάρχει ισχυρή αναλογία μεταξύ της παθολογίας των γενετικών νοσημάτων που συνοδεύονται από διαταραγμένη είσοδο ασβεστίου και των λοιπών σημείων της έλλειψης ψευδαργύρου, όπως η ελαττωμένη ή κυκλική πρόσληψη πρόσληψης τροφής, διαταραχές της γεύσης, ανώμαλη ισορροπία του νερού, δερματικές βλάβες, διαταραχή της αναπαραγωγικής ικανότητας, καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος και τερατογένεση.
Η παραπάνω αναλογία δηλώνει ότι η ανεπαρκής είσοδος του ασβεστίου στο κύτταρο συμμετέχει στα περιγραφέντα σημεία της έλλειψης ασβεστίου [24].
Αλληλεπίδραση μαγνησίου και ψευδαργύρου
Οι μέτρια υψηλές δόσεις ψευδαργύρου, σε αντίθεση με τις χαμηλές δόσεις αυξάνουν την απέκκριση του μαγνησίου στα κόπρανα και τα ούρα. Αυτό έχει ως επακόλουθο την ελάττωση της ισορροπίας του μαγνησίου. Θα πρέπει να μελετηθεί, αν στα άτομα που καταναλώνουν μικρότερες ποσότητες μαγνησίου, από τις συνιστώμενες, αν θα πρέπει να προσλαμβάνουν μεγαλύτερες ποσότητες ψευδαργύρου.
Αλληλεπίδραση της βιταμίνης Α και του ψευδαργύρου
Η βιταμίνη Α αλληλεπιδρά με τον ψευδάργυρο με διάφορους τρόπους. Τα επίπεδα του ψευδαργύρου επηρεάζουν τα διάφορα στάδια του μεταβολισμού της βιταμίνης Α, περιλαμβανομένης της απορρόφησης, μεταφοράς και χρησιμοποίησης. Έχουν προταθεί δύο μηχανισμοί που εξηγούν αυτή την αλληλεπίδραση.
1. Ο ρυθμιστικός ρόλος του ψευδαργύρου στη μεταφορά του ψευδαργύρου μέσω της πρωτεϊνοσύνθεσης.
2. Η οξειδωτική μετατροπή της ρετινόλης προς ρετινάλη, η οποία χρειάζεται τη δράση του ενζύμου της αφυδρογονάσης της ρετινόλης, που είναι ψευδαργυροεξαρτώμενη.
Η ρετινάλη, που είναι μορφή της βιταμίνης Α, είναι απαραίτητη για τη σύνθεση της ροδοψίνης, μιας πρωτεΐνης του οφθαλμού, η οποία απορροφάει το φως και έτσι συμμετέχει στην προσαρμογή του οφθαλμού στο σκοτάδι.
Η έλλειψη του ψευδαργύρου σχετίζεται με περιορισμό της απελευθέρωσης της βιταμίνης Α από το ήπαρ, πράγμα που μπορεί να συμβάλλει στα συμπτώματα της νυκτερινής τύφλωσης, η οποία παρατηρείται επί ελλείψεως ψευδαργύρου [26].
Έρευνες επίσης έχουν επιδείξει ότι υπάρχει συνεργική αλληλεπίδραση μεταξύ της βιταμίνης Α και του ψευδαργύρου για τη διατήρηση του επιθηλίου του κερατοειδούς χιτώνα και του επιπεφυκότος [27].
Δεν αρκεί για τη διατήρηση της υγείας μόνον η λήψη των επαρκών ποσοτήτων ψευδαργύρου, είτε μέσω της διατροφής, είτε μέσω συμπληρωμάτων.
Εξίσου σημαντική είναι και η λειτουργία δεκάδων πρωτεϊνών, που ευθύνονται για τον έλεγχο της ομοιοστασίας του ψευδαργύρου, ρυθμίζουν την κυκλοφορία του ενδοκυττάριου ψευδαργύρου μεταξύ του κυτταροδιαλύμαστος, των κυτταρικών κυστιδίων/ οργανιδίων και καθορίζουν τις διακυμάνσεις των σηματοδοτούντων ιόντων του ψευδαργύρου.
Οι κυτταρικές ελλείψεις ή οι υπερκορεσμοί είναι όροι που αναφέρονται για τις συγκεντρώσεις που ξεπερνούν την κυτταρική ρυθμιστική ικανότητα του ψευδαργύρου και βάζουν σε κίνδυνο την οξεοβασική ισορροπία.
Η συμπληρωματική χορήγηση ψευδαργύρου μπορεί να μην αποδειχτεί το φάρμακο για την έλλειψή του, αν άλλοι παράγοντες περιορίζουν την ικανότητα του κυττάρου να ελέγχει τον ψευδάργυρο.
Ο ρόλος του ψευδαργύρου στις ανθρώπινες νόσους χρειάζεται μια γενικότερη κατανόηση του ευρέος φάσματος των λειτουργιών του ψευδαργύρου, του πως ελέγχεται ο ψευδάργυρος, πως αλληλεπιδρά στο μεταβολισμό των υπολοίπων μετάλλων και ιδιαίτερα του χαλκού και του σιδήρου και πως η διαταραχή των μοριακών διαδικασιών που εξαρτώνται ειδικά από τον ψευδάργυρο προκαλεί νόσο και επηρεάζει την εξέλιξη της νόσου [1].
Σε περίπτωση έλλειψης ψευδαργύρου χορηγείται συμπληρωματικά ψευδάργυρος. Από τις μορφές του ψευδαργύρου, που χορηγούνται ως συμπλήρωμα διατροφής, επιλλέγεται η πιο ευαπορρόφητη, που είναι ο πικολινικός ψευδάργυρος [28, 29] σε συνδυασμό με βιταμίνη C [30] και κυκλοφορεί με την ονομασία Zincobell.
Κάθε κάψουλα του Zincobell περιέχει 10mg πικολινικού ψευδαργύρου και 119mg βιταμίνης C. Η δοσολογία του Zincobell συνήθως μπορεί να κυμανθεί από 1-4 κάψουλες ημερησίως, που λαμβάνονται με το γεύμα.
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
1. Maret W. Zinc and human disease. Met Ions Life Sci. 2013;13:389-414. doi:10.1007/978-94-007-7500-8_12.
2. Inoue Y1, Hasegawa S2, Ban S2, Yamada T2, Date Y2, Mizutani H2, Nakata S2, Tanaka M3, Hirashima N3. ZIP2, a zinc transporter, is associated with keratinocyte differentiation. J Biol Chem. 2014 Jun 16. pii: jbc.M114.560821. [Epub ahead of print].
3. Cousins RJ. Zinc. In: Bowman BA, Russell RM, eds. Present Knowledge in Nutrition. 9th ed, Vol. 1. Washington, D.C.: ILSI Press; 2006:445-457.
4. McCall KA1, Huang C, Fierke CA. Function and mechanism of zinc metalloenzymes. J Nutr. 2000 May;130(5S Suppl):1437S-46S.
5. Gao B1, Li K1, Wei YY1, Zhang J1, Li J1, Zhang L1, Gao JP1, Li YY1, Huang LG2, Lin P1, Wei YQ3. Zinc finger protein 637 protects cells against oxidative stress-induced premature senescence by mTERT-mediated telomerase activity and telomere maintenance. Cell Death Dis. 2014 Jul 17;5:e1334. doi: 10.1038/cddis.2014.298.
6. Food and Nutrition Board, Institute of Medicine. Zinc. Dietary reference intakes for vitamin A, vitamin K, arsenic, boron, chromium, copper, iodine, iron, manganese, molybdenum, nickel, silicon, vanadium, and zinc. Washington, D.C.: NationalAcademy Press; 2001:442-501. (National Academy Press)
7. O'Dell BL. Role of zinc in plasma membrane function. J Nutr. 2000;130(5S Suppl):1432S-1436S. (PubMed
8. Zinc also plays a role in cell signaling and has been found to influence hormone release and nerve impulse transmission. Zinc has been found to play a role in apoptosis (gene-directed cell death), a critical cellular regulatory process with implications for growth and development, as well as a number of chronic diseases.
9. Stelmashook EV1, Isaev NK, Genrikhs EE, Amelkina GA, Khaspekov LG, Skrebitsky VG, Illarioshkin SN. Role of zinc and copper ions in the pathogenetic mechanisms of Alzheimer's and Parkinson's diseases. Biochemistry (Mosc). 2014 May;79(5):391-6.
10. Zalewska M1, Trefon J, Milnerowicz H. The role of metallothionein interactions with other proteins. Proteomics. 2014 Jun;14(11):1343-56.
11. King JC, Cousins RJ. Zinc. In: Shils ME, Shike M, Ross AC, Caballero B, Cousins RJ, eds. Modern Nutrition in Health and Disease. 10th ed. Baltimore: Lippincott Williams & Wilkins; 2006:271-285.
12. Shammaa Y1, Rodgers J. Denture fixative cream and the potential for neuropathy. Dent Update. 2012 Oct;39(8):575-7.
13. Jaiser SR1, Winston GP. Copper deficiency myelopathy. J Neurol. 2010 Jun;257(6):869-81. doi: 10.1007/s00415-010-5511-x. Epub 2010 Mar 16.
14. Tezvergil-Mutluay A1, Carvalho RM, Pashley DH. Hyperzincemia from ingestion of denture adhesives. J Prosthet Dent. 2010 Jun;103(6):380-3.
15. Rowin J1, Lewis SL. Copper deficiency myeloneuropathy and pancytopenia secondary to overuse of zinc supplementation. J Neurol Neurosurg Psychiatry. 2005 May;76(5):750-1.
16. Nielsen FH1, Milne DB. A moderately high intake compared to a low intake of zinc depresses magnesium balance and alters indices of bone turnover in postmenopausal women. Eur J Clin Nutr. 2004 May;58(5):703-10.
17. Zheng Y1, Li XK, Wang Y, Cai L. The role of zinc, copper and iron in the pathogenesis of diabetes and diabetic complications: therapeutic effects by chelators. Hemoglobin. 2008;32(1-2):135-45.
18. O'Brien KO1, Zavaleta N, Caulfield LE, Wen J, Abrams SA. Prenatal iron supplements impair zinc absorption in pregnant Peruvian women. J Nutr. 2000 Sep;130(9):2251-5.
19. Sandström B. Micronutrient interactions: effects on absorption and bioavailability. Br J Nutr. 2001 May;85 Suppl 2:S181-5.
20. Fung EB1, Ritchie LD, Woodhouse LR, Roehl R, King JC. Zinc absorption in women during pregnancy and lactation: a longitudinal study. Am J Clin Nutr. 1997 Jul;66(1):80-8.
21. Saaka M. Combined iron and zinc supplementation improves haematologic status of pregnant women in Upper West Region of Ghana. Ghana Med J. 2012 Dec;46(4):225-33.
22. Wood RJ1, Zheng JJ. High dietary calcium intakes reduce zinc absorption and balance in humans. Am J Clin Nutr. 1997 Jun;65(6):1803-9.
23. McKenna AA1, Ilich JZ, Andon MB, Wang C, Matkovic V. Zinc balance in adolescent females consuming a low- or high-calcium diet. Am J Clin Nutr. 1997 May;65(5):1460-4.
24. O'Dell BL1, Browning JD. Impaired calcium entry into cells is associated with pathological signs of zinc deficiency. Adv Nutr. 2013 May 1;4(3):287-93. doi: 10.3945/an.112.003624.
25. Nielsen FH1, Milne DB. A moderately high intake compared to a low intake of zinc depresses magnesium balance and alters indices of bone turnover in postmenopausal women. Eur J Clin Nutr. 2004 May;58(5):703-10.
26. Christian P1, West KP Jr. Interactions between zinc and vitamin A: an update. Am J Clin Nutr. 1998 Aug;68(2 Suppl):435S-441S.
27. Kanazawa S1, Kitaoka T, Ueda Y, Gong H, Amemiya T. Interaction of zinc and vitamin A on the ocular surface. Graefes Arch Clin Exp Ophthalmol. 2002 Dec;240(12):1011-21. Epub 2002 Nov 19.
28. Barrie SA, Wright JV, Pizzorno JE, Kutter E, Barron PC. Comparative absorption of zinc picolinate, zinc citrate and zinc gluconate in humans.Agents Actions. 1987 Jun;21(1-2):223-8.
29. Linus Pauling Institute : Micronutrient Information Center Zinc, Last updated 6/11/15
30.Gromova OA, Torshin IY, Pronin AV, Kilchevsky MA. [Synergistic application of zinc and vitamin C to support memory, attention and the reduction of the risk of the neurological diseases]. Zh Nevrol Psikhiatr Im S S Korsakova. 2017;117(7):112-119. doi: 10.17116/jnevro201711771112-119.
Σημείωση:Το παρόν επιστημονικό άρθρο γράφτηκε για λόγους ενημέρωσης των ιατρών και των λοιπών επιστημόνων υγείας και δεν αποτελεί μέσο διάγνωσης ή αντιμετώπισης ή πρόληψης ασθενειών, ούτε αποτελεί ιατρική συμβουλή για ασθενείς, από τον συγγραφέα ή τους συγγραφείς του άρθρου.
Την ευθύνη της διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των ασθενειών τις έχει μόνον ο θεράπων ιατρός του κάθε ασθενούς, αφού πρώτα κάνει προσεκτικά ακριβή διάγνωση.
Γιαυτό συνιστάται η αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής ιατρικών πληροφοριών από μη ιατρούς. Τα συμπληρώματα διατροφής δεν είναι φάρμακα, αλλά μπορεί να χορηγούνται συμπληρωματικά, χωρίς να παραιτούνται οι ασθενείς από τις αποδεκτές υπό της ιατρικής επιστήμης θεραπείες ή θεραπευτικές τεχνικές και μεθόδους, που γίνονται, όταν χρειάζονται, υπό ιατρική καθοδήγηση, παρακολούθηση και ευθύνη. Οι παρατιθέμενες διαφημίσεις εξυπηρετούν της δαπάνες συντήρησης της παρούσας ιστοσελίδας
Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.