Πρόσφατες μελέτες έχουν βρει ότι τα χαμηλά επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό συσχετίζονται με τον κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου του Πάρκινσον (PD), αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν συνεπή σε όλες τις μελέτες.
Έτσι, o Hualei Sun, και οι συνεργάτες (2017) πραγματοποιήσαν μια μετα-ανάλυση για να συνοψίσουν τα στοιχεία που συγκέντρωσαν μετά από μελέτες παρατήρησης.
|
Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος, Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ: Ιατρική Έρευνα, Προληπτική Ιατρική
Κόρινθος. Τηλ. 6944280764, www.gelis.gr, www.pharmagel.gr
e-mail: pharmage@otenet.gr
|
|
Αικατερίνη Γκέλη, Ιατρός, Ακτινοδιαγνώστρια
Παπαληγούρα 16, Άσσος Κορινθίας
|
Οι συναφείς μελέτες εντοπίστηκαν με μια αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων του PubMed, Embase και Web of Science έως τις 10 Ιουλίου 2016. Χρησιμοποίησαν για τον συνδυασμό των αποτελεσμάτων την τυποποιημένη μέση διαφορά (SMD) και το 95% των διαστημάτων εμπιστοσύνης με μοντέλο τυχαίας επίδρασης. Διεξήγαγαν επίσης ανάλυση υποομάδας και μετα-παλίνδρομησης. Η μεροληψία δημοσίευσης εκτιμήθηκε, χρησιμοποιώντας τη δοκιμασία παλίνδρομης ασυμμετρίας του Begg.
Συνολικά, στη μετα-ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 11 άρθρα που αφορούσαν 822 ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον και 777 υγιείς μάρτυρες. Τα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσής τους αποκάλυψαν ότι τα επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό σε ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον ήταν σημαντικά χαμηλότερα από εκείνα στους ελέγχους υγειών μαρτύρων (SMD = -0,779, 95%CI = [-1,323, -0,234], P < 0,001) [1].
Το 2017 ο Ke Du και οι συνεργάτες πραγματοποίησαν μια μετα-ανάλυση για να αξιολογήσουν εάν τα επίπεδα του ψευδαργύρου στον ορό του αίματος, το πλάσμα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) μεταβάλλονται στη νόσο του Πάρκινσον. Επέλεξαν είκοσι τρεις δημοσιευμένες μελέτες από τις βάσεις δεδομένων του PubMed και της China National Knowledge Infrastructure (CNKI). Βρήκαν μετρήσεις επιπέδων ψευδαργύρου στον ορό αίματος συνολικά 803 ασθενών με νόσο του Πάρκινσον και 796 μαρτύρων, στο πλάσμα του αίματος 342 ασθενών με νόσο του Πάρκινσον και 392 μαρτύρων, και στο ΕΝΥ 135 ασθενών με νόσο του Πάρκινσον και 93 μαρτύρων.
Η μετα-ανάλυσή τους έδειξε ότι τα επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό ήταν σημαντικά χαμηλότερα σε ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες (SMD = -0,59; 95% CI [-1,06, -0,12], P = 0,014). Μειωμένα επίπεδα ψευδαργύρου βρέθηκαν σε ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον, όταν οι μελέτες ορού και πλάσματος αναλύθηκαν μαζί (SMD = -0,60, 95% CI [-0,98; -0,22], p = 0,002). Τα ευρήματα από το ΕΝΥ είναι ανευ σημασίας, διότι ήταν μικρός ο αριθμός των μετρήσεων του ψευδαργύρου στο ΕΝΥ. Αυτή η μετα-ανάλυση υποδηλώνει ότι τα μειωμένα επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό και στο πλάσμα σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για τη νόσο του Πάρκινσον[2].
Η μακροχρόνια λήψη πιθανών φαρμάκων χηλοποίησης ψευδαργύρου, όπως το αντιπαρκινσονικό φάρμακο λεβοντόπα (Η χηλοποίηση ή χήλωση είναι μια χημική διεργασία κατά την οποία μια ουσία χρησιμοποιείται για τη δέσμευση μετάλλων, ώστε να μπορούν να απεκκριθούν από το σώμα), δηλαδή φαρμάκων που δεσμεύουν και αποβάλουν τον ψευδάργυρο, μπορεί να προκαλέσει έλλειψη ψευδαργύρου.
Το 2021 ο Hirofumi Matsuyama και οι συνεργάτες υπέθεσαν ότι η έλλειψη ψευδαργύρου σε ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον (PD) σχετίζεται με τη λήψη φαρμάκων όπως η λεβοντόπα (Μadopar, Sinemet, Stalevo). Ερεύνησαν τη σχέση μεταξύ των επιπέδων ψευδαργύρου και της περιόδου χορήγησης της λεβοντόπα, τη δοσολογία και τα συμπτώματα έλλειψης ψευδαργύρου σε ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον. Μέτρησαν τα επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό και ανέλυσαν τις συσχετίσεις μεταξύ των επιπέδων ψευδαργύρου στον ορό, της περιόδου από του στόματος χορήγησης λεβοντόπα, της δοσολογίας, της συχνότητας χορήγησης και των συμπτωμάτων έλλειψης ψευδαργύρου, συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών της γεύσης.
Οι αναλύσεις δεδομένων πραγματοποιήθηκαν, χρησιμοποιώντας τον συντελεστή συσχέτισης κατάταξης του Spearman. Το μέσο επίπεδο ψευδαργύρου στον ορό ήταν 60,5 ± 11,6 μg/dL. Η μέση περίοδος χορήγησης της λεβοντόπα ήταν 8,0 ± 5,5 έτη, η μέση συχνότητα χορήγησης 3,4 ± 0,9 φορές/ημέρα και η μέση δόση χορήγησης 420,6 ± 237,1 mg/ημέρα. Βρέθηκαν αρνητικές συσχετίσεις μεταξύ των επιπέδων ψευδαργύρου και της δοσολογίας της λεβοντόπα και της συχνότητας δοσολογίας. Η ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης έδειξε σημαντική συσχέτιση με τη συχνότητα της λεβοντόπα (β = -0,360, p = 0,007). Παρά την υπάρχουσα έλλειψη του ψευδαργύρου δεν παρατηρήθηκε σημαντική αλλαγή στα κλινικά συμπτώματα των ασθενών μετά τη χορήγηση ψευδαργύρου, αλλά το άγχος έτεινε να βελτιώνεται.
Τα αποτελέσματα αυτά έδειξαν ότι η συχνή χορήγηση λεβοντόπα επηρέασε έντονα τα επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό, τα οποία μπορεί να έχουν ανακουφιστικά αποτελέσματα στα ψυχιατρικά συμπτώματα των ασθενών. Επομένως, η πρόληψη της έλλειψης ψευδαργύρου μπορεί να είναι σημαντική κατά τη διάρκεια της θεραπείας ασθενών με νόσο του Πάρκινσον[3].
Το 2023 ο Jieun Lee και οι συνεργάτες δημοσίευσαν τη μελέτη τους, στην οποία αναφέρουν ότι οι ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον με άνοια είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα ψευδαργύρου στον ορό τους, συγκριτικά με Παρκινσονικούς ασθενείς χωρίς άνοια. Βρήκαν επίσης ότι η έλλειψη ψευδαργύρου συμβάλλει επίσης στην ταχύτερη μετατροπή της απλής νόσου του Πάρκινσον σε νόσο του Πάρκινσον με άνοια. Αυτή η κλινική μελέτη υποδηλώνει ότι ένα χαμηλό επίπεδο ψευδαργύρου στον ορό μπορεί να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη νόσου του Πάρκινσον με άνοια και ότι η μέτρηση των επιπέδων του ψευδαργύρου στον ορό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βιολογικός δείκτης ελέγχου της μετατροπή της απλής νόσου του Πάρκινσον σε νόσο του Πάρκινσον με άνοια[4].
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι οι ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον θα πρέπει να μετρούν τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο τα επίπεδα συγκέντρωσης του ψευδαργύρου στον ορό του αίματος.
Οι φυσιολογικές τιμές του ψευδαργύρου στον ορό του αίματος.
Στη συγχρονική μελέτη μέτρησης των επιπέδων ψευδαργύρου στον ορό, που έκανε ο Hirohide Yokokawa και οι συνεργάτες από τον Σεπτέμβριο του 2016 έως τον Δεκέμβριο του 2018 και δημοσιεύτηκε το 2020, συμπεριέλαβε 2056 επιλέξιμα άτομα που συμμετείχαν σε εθελοντικό έλεγχο υγείας. Οι κατηγορίες συγκέντρωσης ψευδαργύρου ορίστηκαν ως έλλειψη (<60 μg/dL), οριακή έλλειψη (≥60 έως <80 μg/dL) και φυσιολογική τιμή (≥80 μg/dL)[5].
Tα άτομα με νόσο του Πάρκινσον με έλλειψη ή οριακή έλλειψη ψευδαργύρου μπορεί να παίρνουν καθημερινά μία κάψουλα πικολινικού ψευδαργύρου (Zincobell) πρωί, μεσημέρι βράδυ με το φαγητό για τρείς μήνες, οπόταν πρέπει να επανελέγξουν τα επίπεδα του ψευδαργύρου, τα οποία δεν πρέπει να είναι πάνω από 120mg/dl.
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
1.Hualei Sun, Xinxin Liu, Huina Ge, Teng Wang, Yan Wang, Wenjie Li. Association Between Serum Zinc Levels and the Risk of Parkinson's Disease: a Meta-Analysis. Biol Trace Elem Res. 2017 Sep;179(1):45-51.
2.Du K, Liu MY, Zhong X, Wei MJ. Decreased circulating Zinc levels in Parkinson's disease: a meta-analysis study. Sci Rep. 2017 Jun 20;7(1):3902
3.Hirofumi Matsuyama, Keita Matsuura, Hidehiro Ishikawa, Yoshinori Hirata, Natsuko Kato, Atsushi Niwa, Yugo Narita, Hidekazu Tomimoto. Correlation between Serum Zinc Levels and Levodopa in Parkinson's Disease. Nutrients. 2021 Nov 17;13(11):4114.
4.Lee J, Park S, Jang W. Serum zinc deficiency could be associated with dementia conversion in Parkinson's disease. Front Aging Neurosci. 2023 Apr 27;15:1132907.
5.Hirohide Yokokawa, Hiroshi Fukuda, Mizue Saita, Taiju Miyagami, Yuichi Takahashi, Teruhiko Hisaoka, Toshio Naito. Serum zinc concentrations and characteristics of zinc deficiency/marginal deficiency among Japanese subjects. J Gen Fam Med. 2020 Sep 18;21(6):248-255.